- ξυλολεπής
- ξῠλο-λεπής, ές,A with woody shell, καρπός Sch.Nic.Al.108.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξυλολεπής — ξυλολεπής, ές (Α) αυτός που έχει ξύλινο κέλυφος, ξυλώδη φλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + λεπής (< λέπω «ξεφλουδίζω»), πρβλ. δυσ λεπής] … Dictionary of Greek
ξυλολεπῆ — ξυλολεπής with woody shell neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ξυλολεπής with woody shell masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ξυλολεπής with woody shell masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek